- συχνάζει
- συχνάζωto be frequentpres ind mp 2nd sgσυχνάζωto be frequentpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυθρίνι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Pagellus, της οικογένειας των σπαριδών. Έχουν επίμηκες, πεπιεσμένο σώμα, μήκους 25 έως 45 εκ., καθώς και μεγάλο κεφάλι με μικρό στόμα που διαθέτει δύο σειρές γομφίων στην άνω σιαγόνα. Το χρώμα τους… … Dictionary of Greek
φοίτηση — η 1. το να φοιτά κανείς, το να συχνάζει σε σχολείο, η μαθητεία σε σχολείο, η σπουδή: Η φοίτηση είναι τετράχρονη στη σχολή αυτή. 2. το να συχνάζει κανείς σε οποιοδήποτε μέρος (σε καφενεία, λέσχες κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
Μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… … Dictionary of Greek
αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… … Dictionary of Greek
αγρονόμος — (I) ο, (Α ἀγρονόμος) νεοελλ. 1. επιστήμονας καλλιεργητής που ασχολείται με τις μεθόδους τής προσφορότερης εκμετάλλευσης τών αγρών 2. υπαλληλικός βαθμός στην αγροφυλακή αρχ. μέλος αρχής επιφορτισμένης με την τήρηση τής τάξης στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
αθεάτριστος — η, ο [θεατρίζομαι] αυτός που δεν παρακολούθησε ή δεν συνηθίζει να παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις, που δεν συχνάζει στο θέατρο στη μεταγενέστερη αρχαιότητα και ο μη θεατρικός, ταπεινός … Dictionary of Greek
αλειτούργητος — η, ο (AM ἀλειτούργητος, ον) (νεοελλ. μσν.) αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θεία λειτουργία νεοελλ. Ι (για ναό) 1. αυτός τού οποίου τα εγκαίνια δεν τελέστηκαν ακόμη, ο ανεγκαινίαστος 2. αυτός που παραμένει κλειστός για μεγάλο διάστημα, που δεν… … Dictionary of Greek
αλιβάνιστος — η, ο [λιβανίζω] 1. αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθύμιαστος, αθυμιάτιστος 2. αυτός που δεν συχνάζει σε εκκλησίες, και κατ’ επέκταση άθρησκος 3. αυτός που δεν τόν κολάκευσαν, δεν τόν περιέβαλαν με δουλόφρονες ή χαμερπείς κολακείες … Dictionary of Greek
αντραίος — ἀντραῑος, α, ον (Α) [άντρο] αυτός που συχνάζει ή ζει στα σπήλαια … Dictionary of Greek